άλειμμα

άλειμμα
το (Α ἄλειμμα)
κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή
νεοελλ.
1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση
2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι
3. το χοιρινό λίπος που τοποθετείται σε δοχεία μαζί με κομμάτια κρέατος, για να διατηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί τους επόμενους μήνες
4. φυσική ή βιομηχανική λιπαρή ουσία, που χρησιμοποιείται στην επάλειψη τροχών, αξόνων, εμβόλων, πυροβόλων όπλων κ.λπ. για ελάττωση τής τριβής και συντήρηση
5. αθέμιτη εξαγορά υπηρεσιών, δωροδοκία
αρχ.
1. αρωματικό λάδι
2. η περίοδος τού χρίσματος, τελετουργική εκδήλωση τών Ισραηλιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω.
ΠΑΡ. αλειμματώδης, αρχ. ἀλειμμάτιον, νεοελλ. αλειμματάς, αλειμματένιος, αλειμματερός. αλειμματιά, αλειμματιάρης, αλειμματώνω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλειμματοδοχείο, αλειμματοδόχη, αλειμματοθέτης, αλειμματοκέρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄλειμμα — anything used for anointing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλειμμα — το, ατος 1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος. 3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλειμματώνω — [άλειμμα] 1. καρυκεύω το φαγητό με λίπος 2. αλείφω ή λεκιάζω κάτι με λίπος 3. αλείφω 4. (για ζώα) παχαίνω …   Dictionary of Greek

  • ἀλειμμάτων — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείμμασι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείμμασιν — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείμματα — ἄλειμμα anything used for anointing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείμματι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείμματος — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράλειμμα — το (Μ κεράλειμμα) κηραλοιφή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + άλειμμα (< ἄλειμμα < ἀλείφω), πρβλ. επ άλειμμα, πασσ άλειμμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”